- τρεμοσβήνω
- τρεμοσβήνω βλ. πίν. 1
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τρεμοσβήνω — Ν σβήνω με τρεμουλιαστές αναλαμπές … Dictionary of Greek
τρεμοσβήνω — τρεμόσβησα 1. αμτβ., σβήνω τρεμουλιαστά, σβήνω αργά (κυριολ. και μτφ.): Είναι βαριά άρρωστος και τρεμοσβήνει η ζωή του. 2. τρεμοφέγγω (βλ λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω … Dictionary of Greek
τρεμοπαίζω — Ν τρεμοσβήνω … Dictionary of Greek
τρεμόσβηστος — η, ο, Ν [τρεμοσβήνω] αυτός που σβήνει σιγά σιγά με τρεμουλιαστές αναλαμπές … Dictionary of Greek
θαμποφέγγω — εξα, φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)